-
1 операция
-
2 оперировать
-
3 нож
-а α.μαχαίρι, μάχαιρα•нож для хлеба ψωμομάχαιρο•
нож для бумаги χαρτοκοπτήρας ή χαρτοκόφτης, χαρτομάχαιρο, φυλλοκόφτης•
мясорубки μαχαίρι κρεατομηχανής•
перочинный нож γλυφίδα, κονδυλομάχαιρο•
столовый επιτραπέζιο μαχαίρι•
нож для мяса κρεοκόπτης, σατίρι•
удар -ом μαχαιριά•
плужный нож μαχαίρι (σπάθη) του αρότρου•
сапожный нож φαλτσέτα•
кухонный нож μαχαίρι μάγειριού.
εκφρ.нож острый – μαχαιριά (ψυχικό τραύμα)•быть на -ах – είμαι στα μαχαίρια (μισούμαστε θανατερά)•лечь под нож – ξαπλώνω για το νυστέρι (για εγχείριση)•как -ом по сердцу – σαν μαχαιριά στην καρδιά (βαρύ ψυχικό τραύμα)•под -ом умереть – πεθαίνω πάνω στην εγχείριση. -
4 предоперационный
προχειρουργικός, πρίντην εγχείριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предоперационный
-
5 операция
опера́ц||ияж1. мед. ἡ ἐγχείριση [-ις]·2. воен. ἡ ἐπιχείρηση [-ις]:военные \операцияии οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις·3. (дело, действие) ἡ πράξις (тж. фин.):биржевые \операцияии οἱ χρηματιστηριακές πράξεις. -
6 оперировать
оперировать1. сов и несов мед. ἐγχειρίζω, κάνω ἐγχείριση, χειρουργώ·2. несов (фактами и т. п.) χρησιμοποιώ. -
7 пластический
пласти́ческ||ийприл в разн. знач. πλαστικός:\пластическийая операция мед. ἡ πλαστική ἐγχείριση [-ις]. -
8 вручение
-я ουδ.εγχείριση, παράδοση στα χέρια, επίδοση•вручение удостоверений επίδοση διαπιστευτηρίων.
-
9 доставка
-и θ.παράδοση, εγχείριση•с -ой на дом παραδοτέον στο σπίτι.
|| διανομή επιστολών, εφημερίδων κλπ. -
10 предоперационный
επ.προχειρουργικός, πριν την εγχείριση•предоперационный период προχειρουργική περίοδος.
ουσ. θ. -ая προθάλαμος χειρουργείου. -
11 резание
-я ουδ.1. κοπή, κόψιμο• τομή ή τμήση.2. σχίσιμο, άνοιγμα, εγχείριση.3. σφαγή, σφάξιμο.4. λάξευση.5. βλ. гравирование. -
12 сложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σύνθετος• πολυμερής•-ые вещества σύνθετες ουσίες•
-ое слово σύνθετη λέξη•
- ое предложение (γραμμ.) σύνθετη πρόταση•
-ое число ο συμμιγής αριθμός.
2. πολύπλοκος, πολυσχιδής, πολυσύνθετος•сложный вопрос πολύπλοκο ζήτημα.
|| δαιδαλώδης, λαβυρ ινθώδης.3. δύσκολος, δυσχερής, δυσκολοκατόρθωτος•-ая операция δϋκολη εγχείριση•
-ая задача δύσκολο πρόβλημα.
См. также в других словарях:
εγχείριση — η 1. η παράδοση στα χέρια κάποιου. 2. η εγχείρηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγχειρίσῃ — ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj mid 2nd sg ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj act 3rd sg ἐγχειρίζω put into one s hands fut ind mid 2nd sg ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj mid 2nd sg ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εγχείρηση — και εγχείριση, η (AM ἐγχείρησις) απόπειρα, εγχείρημα νεοελλ. χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση βλάβης ή τον ακρωτηριασμό νοσούντος οργάνου μσν. στρατιωτική επιχείρηση … Dictionary of Greek
επιβολή — η (AM ἐπιβολή) [επιβάλλω] νεοελλ. 1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων») 2. αποκατάσταση τής τάξης 3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνιση αρχ. μσν. 1. φόρος 2. διαίσθηση, αντίληψη 3. γνώση αρχ. μσν. παραχώρηση έρημης γης … Dictionary of Greek
ινοσάρκωμα — Ανώριμος κακοήθης όγκος από συνδετικό ιστό, που μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Χαρακτηρίζεται από διηθητική και καταστροφική διεργασία, ενώ διακρίνεται από το ίνωμα μόνο έπειτα από ιστολογική εξέταση. Στη διατομή έχει… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ινομυώματα — Καλοήθεις όγκοι της μήτρας που αποτελούνται από τους δύο θεμελιώδεις ιστούς, τον συνδετικό και τον μυϊκό. Συνιστούν τους πιο συνηθισμένους όγκους του γεννητικού συστήματος. Ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του ι. προκαλούνται αυτόματες αποβολές … Dictionary of Greek
γνωματεύω — γνωμάτευσα και γνωμάτεψα, εκφράζω τη γνώμη μου σε θέματα της ειδικότητάς μου: Ο γιατρός γνωμάτευσε ότι έπρεπε να γίνει αμέσως εγχείριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)