Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η εγχείριση

См. также в других словарях:

  • εγχείριση — η 1. η παράδοση στα χέρια κάποιου. 2. η εγχείρηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγχειρίσῃ — ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj mid 2nd sg ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj act 3rd sg ἐγχειρίζω put into one s hands fut ind mid 2nd sg ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj mid 2nd sg ἐγχειρίζω put into one s hands aor subj act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εγχείρηση — και εγχείριση, η (AM ἐγχείρησις) απόπειρα, εγχείρημα νεοελλ. χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση βλάβης ή τον ακρωτηριασμό νοσούντος οργάνου μσν. στρατιωτική επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • επιβολή — η (AM ἐπιβολή) [επιβάλλω] νεοελλ. 1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων») 2. αποκατάσταση τής τάξης 3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνιση αρχ. μσν. 1. φόρος 2. διαίσθηση, αντίληψη 3. γνώση αρχ. μσν. παραχώρηση έρημης γης …   Dictionary of Greek

  • ινοσάρκωμα — Ανώριμος κακοήθης όγκος από συνδετικό ιστό, που μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Χαρακτηρίζεται από διηθητική και καταστροφική διεργασία, ενώ διακρίνεται από το ίνωμα μόνο έπειτα από ιστολογική εξέταση. Στη διατομή έχει… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ινομυώματα — Καλοήθεις όγκοι της μήτρας που αποτελούνται από τους δύο θεμελιώδεις ιστούς, τον συνδετικό και τον μυϊκό. Συνιστούν τους πιο συνηθισμένους όγκους του γεννητικού συστήματος. Ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του ι. προκαλούνται αυτόματες αποβολές …   Dictionary of Greek

  • γνωματεύω — γνωμάτευσα και γνωμάτεψα, εκφράζω τη γνώμη μου σε θέματα της ειδικότητάς μου: Ο γιατρός γνωμάτευσε ότι έπρεπε να γίνει αμέσως εγχείριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»